πυρώσῃς

πυρώσῃς
πυράζω
singe
fut part act fem dat pl (epic)
πυρόω
burn with fire
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”